- εικονοκλασία
- η (Μ εἰκονοκλασία)η καταστροφή τών εικόνων από εικονοκλάστες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Iconoclasm — Reformation iconoclasm in the 16th century. Relief statues in St Stevenskerk in Nijmegen, the Netherlands, attacked in the Beeldenstorm … Wikipedia
εικονοκλαστικός — ή, ό (Μ εἰκονοκλαστικός, ή, όν) αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει στην εικονοκλασία ή στον εικονοκλάστη νεοελλ. αυτός που έχει χαρακτηριστικά καινοτομίας με πλήρη άρνηση τής παραδόσεως … Dictionary of Greek